- παρασάνταλος
- -η, -ο1. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει τάξη ή μέτρο σε ό,τι λέει ή κάνει, ατάσθαλος, άτσαλος2. (για πράγμ.) αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη ή δεν έχει λογική σειρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σαντάλι / σανδάλι].
Dictionary of Greek. 2013.